βλασφημῶ — βλασφημέω speak profanely of sacred things pres subj act 1st sg (attic epic doric) βλασφημέω speak profanely of sacred things pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλασφήμῳ — βλάσφημος speaking ill omened words masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλασφήμωι — βλασφήμῳ , βλάσφημος speaking ill omened words masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek
власфимисать — богохульствовать , только русск. цслав.; ср. ст. слав. власфимисати, власвимисати (то же) из греч. βλασφημῶ, ἐβλασφήμησα – то же, ст. слав. власфимиѩ, власвимиѩ богохульство из греч. βλασφημία. Второе в в ст. слав. слове возникло в результате… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αναθεματίζω — (Α ἀναθεματίζω) 1. καταριέμαι, βλασφημώ 2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, η, ο (αρχ. μσν. ἀνατεθεματισμένος, η, ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος (Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω αρχ. προσφέρω ως… … Dictionary of Greek
βλαστήμια — η (AM βλασφημία) ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων νεοελλ. 1. κατάρα 2. βρισιά εναντίον προσώπου αρχ. 1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῑς βωμοῑς βλασφημίαν πᾱσαν βλασφημεῑ») 2. δυσφήμηση, συκοφαντία.… … Dictionary of Greek
βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το … Dictionary of Greek
κακολογώ — (AM κακολογῶ, έω) [κακολόγος] 1. (μτβ.) λέγω άσχημα, υβριστικά ή συκοφαντικά λόγια για κάποιον, υβρίζω, βλασφημώ, κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω κάποιον «ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῡ ἢ μητέρα αὐτοῡ τελευτήσει θανάτῳ», ΠΔ) 2. (αμτβ.) λέγω κακούς λόγους … Dictionary of Greek
μυριοβλασφημώ — μυριοβλασφημῶ, έω (Μ) αναθεματίζω, καταριέμαι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + βλασφημῶ] … Dictionary of Greek